- μελαγκρανίς
- μελαγ-κρᾰνίς, ίδος, ἡ,A black bog-rush, Schoenus nigricans, Thphr.HP4.12.1 (μελαγκράνισμα, μελαγκρανισμόν codd.), Plin.HN 21.113. (Fort. proparox.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαγκρανίς — μελαγκρανίς, ίδος, ή μελάγκρανις, άνιος, ἡ (Α) είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγ κρανίς] … Dictionary of Greek
μελαγκρανίς — black bog rush fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγκρανίν — μελαγκρανίς black bog rush fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek